- κνωπόμορφος
- κνωπόμορφος, ον, ([etym.] κνώψ)A shaped like a beast, Lyc.675.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνωπόμορφος — κνωπόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει τη μορφή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώψ, πός + μορφος (< μορφή), πρβλ. αετό μορφος, λεοντό μορφος] … Dictionary of Greek
κνωπόμορφον — κνωπόμορφος shaped like a beast masc/fem acc sg κνωπόμορφος shaped like a beast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek